- κναφευτικός
- κνᾰφ-ευτικός, later [dialect] Att. [pref] γνᾰφ-, ή, όν,A belonging to a fuller: ἡ κν. (sc. τέχνη) fuller's art, Pl.Plt.282a; ἡ γν. Id.Sph.227a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κναφευτικός — κναφευτικός, ή, όν (Α) βλ. γναφευτικός … Dictionary of Greek
κναφευτικῇ — κναφευτικός belonging to a fuller fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναφευτική — κναφευτικός belonging to a fuller fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναφευτικήν — κναφευτικός belonging to a fuller fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα … Dictionary of Greek